-αλέος

-αλέος
Γλωσσ.
κατάληξη επιθέτων τής αρχαίας, που απαντά στα ομηρικά κείμενα και ιδιαίτερα στους μεταγενέστερους επικούς ποιητές. Στην αρχαία Ελληνική μαρτυρούνται συνολικά 112 περίπου επίθετα σε -αλέος. Η κατάληξη δεν μαρτυρείται στην αττική διάλεκτο, η δε παρουσία της στην κοινή οφείλεται σε επίδραση τής ιωνικής διαλέκτου, όπου και πρωτοεμφανίστηκε. Από τη χρήση τών επιθέτων σε -αλέος γίνεται φανερό ότι αρχικά η κατάληξη εξυπηρετούσε κυρίως μετρικούς σκοπούς
πρέπει να αποτελεί δε επαυξημένη μορφή τής καταλήξεως -αλος. Η κατάληξη -αλέος στην Αρχαία σήμαινε κανονικά «αυτόν που έχει κάτι». Τέτοια επίθετα από τα αρχαία Ελληνικά είναι τα αὐσταλέος, αὐχαλέος, αὐχμαλέος, δειμαλέος, διψαλέος, ἐψαλέος, θαρσαλέος, ἰσχαλέος, ὀπταλέος, ὀτραλέος, ῥιμφαλέος, ὠκαλέος κ.ά. Η κατάληξη -αλέος απαντά επίσης και σε περιορισμένο αριθμό επιθέτων τής Ν. Ελληνικής με υποτιμητική συνήθως σημασία (ως λ.χ. η κατάλ. -ιάρης). Πρβλ. γεραλέος, πειναλέος, ψωραλέος, νυσταλέος, κραυγαλέος κ.ά. Εν τούτοις η κατάλ. διατηρεί και στη Ν. Ελληνική την αρχική της σημασία, δηλώνοντας σε ορισμένα επίθετα «αυτόν που έχει κάτι, που χαρακτηρίζεται από ορισμένη ιδιότητα», πρβλ. φρικαλέος, ρωμαλέος, θαρραλέος, λυσσαλέος, φευγαλέος κ.ά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Ἀλεός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλεός — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἄλεος — masc nom sg Ἄλευς masc gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλεός — Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος του Αφείδαντα και εγγονός του Αρκάδα, ιδρυτής της Αλέας, τοπικός ήρωας της Τεγέας και βασιλιάς της Αρκαδίας. Πατέρας του Λυκούργου, του Αμφιδάμαντα και του Κηφέα, καθώς και της Αύγης, ιέρειας της Αθηνάς, που έγινε μητέρα… …   Dictionary of Greek

  • ἁλέος — ἁ̱λέος , ἁλής thronged masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἅλεος — Ἅλις masc gen sg (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἅλεος — ἅλας salt neut gen sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλεόν — ἀλεός masc/fem acc sg ἀλεός neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀλέω — Ἄλεος masc nom/voc/acc dual Ἄλεος masc gen sg (doric aeolic) Ἄλευς masc acc sg (epic ionic) Ἄλευς masc gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀλεοῖο — Ἀλεός masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”